- ιμπεριαλιστής
- ὁαυτός που έχει επεκτατικές τάσεις, αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialist < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + -ist].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιμπεριαλιστής — ο θηλ. ιμπεριαλίστρια (λ. γαλλ.), αυτός που εμφορείται από ιμπεριαλιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)